- παροργίζομαι
- παροργίζωprovoke to angerpres ind mp 1st sgπαροργίζωprovoke to angerpres ind mp 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κορίσκομαι — (Α) 1. γεμίζω μέχρι κόρου («κορίσκονται πολλῆς ὑγρασίης», Ιπποκρ.) 2. ενοχλούμαι, δυσαρεστούμαι, παροργίζομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. ενεστωτικός τ. τού κορέννυμι*, σχηματισμένος επίσης υποχωρητ. από το θ. κορ ε σ τού αορ.] … Dictionary of Greek